Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
View word page
δια-μηρίζω
δια-μηρίζωvbμηρός of a loverpart the thighs ofa womanAr. a boyAr.

ShortDef

part the thighs: have intercourse

Debugging

Headword:
διαμηρίζω
Headword (normalized):
διαμηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμηριζω
IDX:
8837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8838
Key:
διαμηρίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μηρίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μηρίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>μηρός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a lover</Indic><Tr>part the thighs of</Tr><Obj>a woman<Au>Ar.</Au></Obj> <Obj>a boy<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμηρίζω'}