Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
View word page
διάμετρον
διάμετρονουnmeasured amountrationsfor soldiersPlu.

ShortDef

a measured allowance, rations

Debugging

Headword:
διάμετρον
Headword (normalized):
διάμετρον
Headword (normalized/stripped):
διαμετρον
IDX:
8835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8836
Key:
διάμετρον

Data

{'headword_display': '<b>διάμετρον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάμετρον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Def>measured amount</Def><Tr>rations<Expl>for soldiers</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάμετρον'}