Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
View word page
διαμετρητός
διαμετρητόςή όνadj of groundmeasured outfor a duelIl.

ShortDef

measured out

Debugging

Headword:
διαμετρητός
Headword (normalized):
διαμετρητός
Headword (normalized/stripped):
διαμετρητος
IDX:
8834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8835
Key:
διαμετρητός

Data

{'headword_display': '<b>διαμετρητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαμετρητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of ground</Indic><Tr>measured out<Expl>for a duel</Expl></Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαμετρητός'}