Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
View word page
δια-μέμφομαι
δια-μέμφομαιmid.vb severely criticisesomeone or sthg.Th. Isoc.

ShortDef

to blame greatly

Debugging

Headword:
διαμέμφομαι
Headword (normalized):
διαμέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμεμφομαι
IDX:
8829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8830
Key:
διαμέμφομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μέμφομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μέμφομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>severely criticise</Tr><Obj>someone or sthg.<Au>Th. Isoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμέμφομαι'}