Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
View word page
δια-μέμνημαι
δια-μέμνημαιstatv.pf.mid.vbμιμνήσκομαι, underμιμνήσκω of the soulremember accuratelythings learntX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμέμνημαι
Headword (normalized):
διαμέμνημαι
Headword (normalized/stripped):
διαμεμνημαι
IDX:
8828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8829
Key:
διαμέμνημαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μέμνημαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μέμνημαι</HL><PS>statv.pf.mid.vb</PS><Ety><Ref>μιμνήσκομαι</Ref>, under<Ref>μιμνήσκω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of the soul</Indic><Tr>remember accurately</Tr><Obj>things learnt<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμέμνημαι'}