Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
View word page
διαμέλλησις
διαμέλλησιςεωςfδιαμέλλω postponementw.gen.of an actionTh.

ShortDef

a being on the point

Debugging

Headword:
διαμέλλησις
Headword (normalized):
διαμέλλησις
Headword (normalized/stripped):
διαμελλησις
IDX:
8826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8827
Key:
διαμέλλησις

Data

{'headword_display': '<b>διαμέλλησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαμέλλησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαμέλλω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>postponement<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of an action</Expl></Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαμέλλησις'}