Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
View word page
δια-μελετάω
δια-μελετάωcontr.vb study intentlyphilosophical argumentsPl.pass.of writingsbe studied intentlyPl.of boxing techniquesbe practised thoroughlyPl.

ShortDef

practise diligently

Debugging

Headword:
διαμελετάω
Headword (normalized):
διαμελετάω
Headword (normalized/stripped):
διαμελεταω
IDX:
8825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8826
Key:
διαμελετάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μελετάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μελετάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>study intently</Tr><Obj>philosophical arguments<Au>Pl.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of writings</Indic><Def>be studied intently</Def><Au>Pl.</Au><vS2><Indic>of boxing techniques</Indic><Def>be practised thoroughly</Def><Au>Pl.</Au></vS2></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμελετάω'}