Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
View word page
δια-μελαίνω
δια-μελαίνωvb of smokecompletely blackenthe airPlu.

ShortDef

to make quite black

Debugging

Headword:
διαμελαίνω
Headword (normalized):
διαμελαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαμελαινω
IDX:
8824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8825
Key:
διαμελαίνω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μελαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μελαίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of smoke</Indic><Tr>completely blacken</Tr><Obj>the air<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμελαίνω'}