Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
View word page
διάμειπτος
διάμειπτοςονadjδιαμείβω of thoughtschangeableSapph.

ShortDef

communicable

Debugging

Headword:
διάμειπτος
Headword (normalized):
διάμειπτος
Headword (normalized/stripped):
διαμειπτος
IDX:
8821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8822
Key:
διάμειπτος

Data

{'headword_display': '<b>διάμειπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διάμειπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>διαμείβω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of thoughts</Indic><Tr>changeable</Tr><Au>Sapph.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διάμειπτος'}