Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
διαμέλλησις
διαμέλλω
διαμέμνημαι
View word page
δια-μεθίημι
δια-μεθίημιvb let slip, dropone's swordE. give up, abandonan activityE.

ShortDef

to let go, give up, leave off

Debugging

Headword:
διαμεθίημι
Headword (normalized):
διαμεθίημι
Headword (normalized/stripped):
διαμεθιημι
IDX:
8818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8819
Key:
διαμεθίημι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μεθίημι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-μεθίημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>let slip, drop</Tr><Obj>one's sword<Au>E.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>give up, abandon</Tr><Obj>an activity<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διαμεθίημι'}