Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
διαμελετάω
View word page
διαμάχη
διαμάχηηςf milit.fight, battlePl.fig., w. πρός + acc.against certain sensations or emotionsPl.gener.struggle, rivalrybetw. two leadersPlb.

ShortDef

a fight, struggle

Debugging

Headword:
διαμάχη
Headword (normalized):
διαμάχη
Headword (normalized/stripped):
διαμαχη
IDX:
8815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8816
Key:
διαμάχη

Data

{'headword_display': '<b>διαμάχη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαμάχη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Indic>milit.</Indic><Tr>fight, battle</Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Indic>fig., <GLbl>w. <Gr>πρός</Gr> + acc.</GLbl>against certain sensations or emotions</Indic><Au>Pl.</Au></nS2></nS1><nS1><Indic>gener.</Indic><Tr>struggle, rivalry<Expl>betw. two leaders</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαμάχη'}