Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
διαμελαίνω
View word page
διαμαχετέος
διαμαχετέοςᾱ ονvbl.adjδιαμάχομαιof a point in a discussionto be argued for strenuouslyPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμαχετέος
Headword (normalized):
διαμαχετέος
Headword (normalized/stripped):
διαμαχετεος
IDX:
8814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8815
Key:
διαμαχετέος

Data

{'headword_display': '<b>διαμαχετέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαμαχετέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>διαμάχομαι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a point in a discussion</Indic><Tr>to be argued for strenuously</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαμαχετέος'}