Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
διάμειψις
View word page
δια-μάττω
δια-μάττωAtt.vbμάσσω fig.thoroughly kneada speechenvisaged as dough, being made ready for the ovenAr. pass.of cakesbe thoroughly kneadedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμάττω
Headword (normalized):
διαμάττω
Headword (normalized/stripped):
διαματτω
IDX:
8813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8814
Key:
διαμάττω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μάττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μάττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>μάσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Tr>thoroughly knead</Tr><Obj>a speech<Expl>envisaged as dough, being made ready for the oven</Expl><Au>Ar.</Au></Obj> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of cakes</Indic><Def>be thoroughly kneaded</Def><Au>Ar.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμάττω'}