Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
διαμειρακιεύομαι
View word page
δια-μαστροπεύω
δια-μαστροπεύωvb pass.fig., of political powerbe hired out for pay, be prostitutedw.dat.through marriage-alliancesi.e. be given by the husband to the bride's fatherPlu.

ShortDef

to pander

Debugging

Headword:
διαμαστροπεύω
Headword (normalized):
διαμαστροπεύω
Headword (normalized/stripped):
διαμαστροπευω
IDX:
8812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8813
Key:
διαμαστροπεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μαστροπεύω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-μαστροπεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>fig., of political power</Indic><Def>be hired out for pay, be prostituted</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>through marriage-alliances<Expl>i.e. be given by the husband to the bride's father</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'διαμαστροπεύω'}