Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
διάμειπτος
View word page
δια-μαστῑγόομαι
δια-μαστῑγόομαιpass.contr.vb fig., of the soulbe severely whippedPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμαστῑγόομαι
Headword (normalized):
διαμαστῑγόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμαστιγοομαι
IDX:
8811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8812
Key:
διαμαστῑγόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μαστῑγόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μαστῑγόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of the soul</Indic><Tr>be severely whipped</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμαστῑγόομαι'}