Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
διαμείβω
διαμειδιάω
View word page
δια-μασάομαι
δια-μασάομαιmid.contr.vb chewgarlicAr.

ShortDef

chew up

Debugging

Headword:
διαμασάομαι
Headword (normalized):
διαμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμασαομαι
IDX:
8810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8811
Key:
διαμασάομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μασάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μασάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>chew</Tr><Obj>garlic<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμασάομαι'}