Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
διαμάω
διαμεθίημι
View word page
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτυρίᾱᾱςfδιαμαρτῡ́ρομαι leg.sworn affidavitref. to formal testimony challenging the admissibility of a lawsuit, esp. in inheritance claimsIs. D.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμαρτυρίᾱ
Headword (normalized):
διαμαρτυρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
διαμαρτυρια
IDX:
8808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8809
Key:
διαμαρτυρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διαμαρτυρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαμαρτυρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαμαρτῡ́ρομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>leg.</Indic><Tr>sworn affidavit<Expl>ref. to formal testimony challenging the admissibility of a lawsuit, esp. in inheritance claims</Expl></Tr><Au>Is. D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαμαρτυρίᾱ'}