Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
διαμάχη
διαμάχομαι
View word page
διαμαρτίᾱ
διαμαρτίᾱᾱςf serious mistakePlu.w.gen.over dates, a locationTh. Plu.complete failurein an undertakingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμαρτίᾱ
Headword (normalized):
διαμαρτίᾱ
Headword (normalized/stripped):
διαμαρτια
IDX:
8806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8807
Key:
διαμαρτίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διαμαρτίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαμαρτίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>serious mistake</Tr><Au>Plu.</Au><nS2><Indic><GLbl>w.gen.</GLbl>over dates, a location</Indic><Au>Th. Plu.</Au></nS2></nS1><nS1><Tr>complete failure<Expl>in an undertaking</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαμαρτίᾱ'}