Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
διαμαχετέος
View word page
δια-μαντεύομαι
δια-μαντεύομαιmid.vb of a divine source, ref. to a legislatorordain in oracular fashioncertain honoursPl. of a personpractise divination, consult the omensPlu.

ShortDef

to determine by an oracle

Debugging

Headword:
διαμαντεύομαι
Headword (normalized):
διαμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμαντευομαι
IDX:
8804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8805
Key:
διαμαντεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μαντεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μαντεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a divine source, ref. to a legislator</Indic><Tr>ordain in oracular fashion</Tr><Obj>certain honours<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>practise divination, consult the omens</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμαντεύομαι'}