Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
διαμάττω
View word page
δια-μανθάνω
δια-μανθάνωvb fully learn abouta matterE.fr.

ShortDef

learn by inquiry

Debugging

Headword:
διαμανθάνω
Headword (normalized):
διαμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
διαμανθανω
IDX:
8803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8804
Key:
διαμανθάνω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μανθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μανθάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>fully learn about</Tr><Obj>a matter<Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμανθάνω'}