Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
διαμαστροπεύω
View word page
δι-αμαθῡ́νω
δι-αμαθῡ́νωvb of an armyreduce to ashesa cityA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμαθῡ́νω
Headword (normalized):
διαμαθῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
διαμαθυνω
IDX:
8802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8803
Key:
διαμαθῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αμαθῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-αμαθῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an army</Indic><Tr>reduce to ashes</Tr><Obj>a city<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμαθῡ́νω'}