Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
διαμαστῑγόομαι
View word page
δια-λωβάομαι
δια-λωβάομαιmid.contr.vb mutilatestatuesPlb.pass.of a bodybe mutilated or disfiguredw.dat.by stab-woundsPlu. pass.of a boybe completely maimed or spoiltw.acc.in characterw.dat.by lack of educationPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλωβάομαι
Headword (normalized):
διαλωβάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλωβαομαι
IDX:
8801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8802
Key:
διαλωβάομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-λωβάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-λωβάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>mutilate</Tr><Obj>statues<Au>Plb.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a body</Indic><Def>be mutilated or disfigured</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by stab-wounds<Au>Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a boy</Indic><Def>be completely maimed or spoilt</Def><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>in character<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by lack of education</Expl><Au>Plu.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαλωβάομαι'}