Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
διαμαρτῡ́ρομαι
διαμασάομαι
View word page
δι-αλφιτόω
δι-αλφιτόωcontr.vbἄλφιτα fill with barley-meala kneading-troughAr.

ShortDef

to fill full of barley meal

Debugging

Headword:
διαλφιτόω
Headword (normalized):
διαλφιτόω
Headword (normalized/stripped):
διαλφιτοω
IDX:
8800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8801
Key:
διαλφιτόω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αλφιτόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-αλφιτόω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἄλφιτα</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>fill with barley-meal</Tr><Obj>a kneading-trough<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαλφιτόω'}