Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
διαμαρτυρίᾱ
View word page
δια-λύτρωσις
δια-λύτρωσιςεωςf ransomingof prisoners of warPlb.

ShortDef

ransom

Debugging

Headword:
διαλύτρωσις
Headword (normalized):
διαλύτρωσις
Headword (normalized/stripped):
διαλυτρωσις
IDX:
8798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8799
Key:
διαλύτρωσις

Data

{'headword_display': '<b>δια-λύτρωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δια-λύτρωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>ransoming<Expl>of prisoners of war</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαλύτρωσις'}