Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
διαμαρτυρέω
View word page
διαλυτός
διαλυτόςή όνadj of the bodysubject to dissolutiondissoluble, decomposablePl.of laddersable to be taken apartcollapsiblePlu.

ShortDef

capable of dissolution

Debugging

Headword:
διαλυτός
Headword (normalized):
διαλυτός
Headword (normalized/stripped):
διαλυτος
IDX:
8797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8798
Key:
διαλυτός

Data

{'headword_display': '<b>διαλυτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαλυτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the body</Indic><Def>subject to dissolution</Def><Tr>dissoluble, decomposable</Tr><Au>Pl.</Au></aS1><aS1><Indic>of ladders</Indic><Def>able to be taken apart</Def><Tr>collapsible</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαλυτός'}