Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
διαμανθάνω
διαμαντεύομαι
διαμαρτάνω
διαμαρτίᾱ
View word page
διαλυτικός
διαλυτικόςή όνadj of a caustic plant-juiceable to dissolvew.gen.fleshPl.fem.sb.art of separationw.gen.of things combined and compressed together, ref. to wool-cardingPl.

ShortDef

able to sever

Debugging

Headword:
διαλυτικός
Headword (normalized):
διαλυτικός
Headword (normalized/stripped):
διαλυτικος
IDX:
8796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8797
Key:
διαλυτικός

Data

{'headword_display': '<b>διαλυτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διαλυτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a caustic plant-juice</Indic><Tr>able to dissolve<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>flesh</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of separation<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of things combined and compressed together, ref. to wool-carding</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'διαλυτικός'}