Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
διαλωβάομαι
διαμαθῡ́νω
View word page
δια-λοιδορέομαι
δια-λοιδορέομαιmid.contr.vbpass.aor.ptcpl.w.mid.sens.
διαλοιδορηθείς
be very insultingabusiveD.w.dat.to someoneHdt.

ShortDef

to rail furiously at

Debugging

Headword:
διαλοιδορέομαι
Headword (normalized):
διαλοιδορέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλοιδορεομαι
IDX:
8792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8793
Key:
διαλοιδορέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-λοιδορέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-λοιδορέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><FG><Tns><LBL>pass.</LBL><Lbl>aor.ptcpl.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>διαλοιδορηθείς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>be very insulting<or/>abusive</Tr><Au>D.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>to someone<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαλοιδορέομαι'}