Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
διαλύτρωσις
διαλῡ́ω
διαλφιτόω
View word page
διαλογισμός
διαλογισμόςοῦm reckoning upbalancing of accountsD. gener.thought, calculation, reasoningAeschin. Plb. NT. Plu.

ShortDef

a balancing of accounts

Debugging

Headword:
διαλογισμός
Headword (normalized):
διαλογισμός
Headword (normalized/stripped):
διαλογισμος
IDX:
8790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8791
Key:
διαλογισμός

Data

{'headword_display': '<b>διαλογισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαλογισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>reckoning up<or/>balancing of accounts</Tr><Au>D.</Au></nS1> <nS1><Indic>gener.</Indic><Tr>thought, calculation, reasoning</Tr><Au>Aeschin. Plb. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαλογισμός'}