Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
διαλύτης
διαλυτικός
διαλυτός
View word page
δι-άλλομαι
δι-άλλομαιmid.vb of a horse, a personleap acrossa ditchX. Plu.

ShortDef

to leap across

Debugging

Headword:
διάλλομαι
Headword (normalized):
διάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
διαλλομαι
IDX:
8787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8788
Key:
διάλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-άλλομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-άλλομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a horse, a person</Indic><Tr>leap across</Tr><Obj>a ditch<Au>X. Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διάλλομαι'}