Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
διάλυσις
View word page
διαλλακτής
διαλλακτήςοῦm alsoδιαλλακτήρῆροςA.m one who brings about a reconciliationreconciler, mediator, arbiterA. E. Th. D. Arist. Plu.

ShortDef

mediator

Debugging

Headword:
διαλλακτής
Headword (normalized):
διαλλακτής
Headword (normalized/stripped):
διαλλακτης
IDX:
8784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8785
Key:
διαλλακτής

Data

{'headword_display': '<b>διαλλακτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαλλακτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS> <HG2><Lbl>also</Lbl><HL2>διαλλακτήρ</HL2><Infl>ῆρος<Au>A.</Au></Infl><PS>m</PS></HG2></HG> <nS1><Def>one who brings about a reconciliation</Def><Tr>reconciler, mediator, arbiter</Tr><Au>A. E. Th. D. Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαλλακτής'}