Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
διαλοιδορέομαι
διαλῡμαίνομαι
View word page
διάλλαγμα
διάλλαγμαατοςn result of an exchangesubstituteref. to a phantom made of aither, masquerading as HelenE.

ShortDef

a substitute, changeling

Debugging

Headword:
διάλλαγμα
Headword (normalized):
διάλλαγμα
Headword (normalized/stripped):
διαλλαγμα
IDX:
8783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8784
Key:
διάλλαγμα

Data

{'headword_display': '<b>διάλλαγμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάλλαγμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>result of an exchange</Def><Tr>substitute<Expl>ref. to a phantom made of aither, masquerading as Helen</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάλλαγμα'}