Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
διάλογος
View word page
διά-λιθος
διά-λιθοςονadjλίθος of a trinketset with precious stonesMen.

ShortDef

set with precious stones

Debugging

Headword:
διάλιθος
Headword (normalized):
διάλιθος
Headword (normalized/stripped):
διαλιθος
IDX:
8781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8782
Key:
διάλιθος

Data

{'headword_display': '<b>διά-λιθος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διά-λιθος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λίθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a trinket</Indic><Tr>set with precious stones</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διάλιθος'}