Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
διαλογισμός
View word page
διάληψις
διάληψιςεωςfδιαλαμβάνω graspingof a weapon, perh. w. both handsthrusting strokeopp. slashPlb. judgement, conception, opinionof sthg.Plb.resolution, decisionintentionPlb.

ShortDef

grasping with both hands; distinction, opinion, sentence

Debugging

Headword:
διάληψις
Headword (normalized):
διάληψις
Headword (normalized/stripped):
διαληψις
IDX:
8780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8781
Key:
διάληψις

Data

{'headword_display': '<b>διάληψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάληψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διαλαμβάνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>grasping<Expl>of a weapon, perh. w. both hands</Expl></Def><nS2><Tr>thrusting stroke<Expl>opp. slash</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS2></nS1> <nS1><Tr>judgement, conception, opinion<Expl>of sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>resolution, decision<or/>intention</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάληψις'}