Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
διαλογή
διαλογίζομαι
View word page
διά-λευκος
διά-λευκοςονadjλευκός of thingspure whitePi.fr. Plu.

ShortDef

quite white

Debugging

Headword:
διάλευκος
Headword (normalized):
διάλευκος
Headword (normalized/stripped):
διαλευκος
IDX:
8779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8780
Key:
διάλευκος

Data

{'headword_display': '<b>διά-λευκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διά-λευκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λευκός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of things</Indic><Tr>pure white</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk> Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διάλευκος'}