Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
διάλλαξις
διαλλάσσω
διάλλομαι
View word page
διάλεξις
διάλεξιςεωςf conducting of a discussiondiscussion, discourseAr. Plu.

ShortDef

discourse, arguing

Debugging

Headword:
διάλεξις
Headword (normalized):
διάλεξις
Headword (normalized/stripped):
διαλεξις
IDX:
8777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8778
Key:
διάλεξις

Data

{'headword_display': '<b>διάλεξις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάλεξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>conducting of a discussion</Def><Tr>discussion, discourse</Tr><Au>Ar. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάλεξις'}