Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
διαλλακτής
View word page
δια-λείχω
δια-λείχωvb of a doglick cleanpotsAr.of a corrupt politician, envisaged as a dogislandsby taking bribes fr. themAr.

ShortDef

to lick clean

Debugging

Headword:
διαλείχω
Headword (normalized):
διαλείχω
Headword (normalized/stripped):
διαλειχω
IDX:
8774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8775
Key:
διαλείχω

Data

{'headword_display': '<b>δια-λείχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-λείχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a dog</Indic><Tr>lick clean</Tr><Obj>pots<Au>Ar.</Au></Obj><vS2><Indic>of a corrupt politician, envisaged as a dog</Indic><Obj>islands<Expl>by taking bribes fr. them</Expl><Au>Ar.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διαλείχω'}