Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
διαλλαγή
διάλλαγμα
View word page
δι-αλείφω
διαλείφωvb paint overerasea figurein a paintingPlu.

ShortDef

anoint

Debugging

Headword:
διαλείφω
Headword (normalized):
διαλείφω
Headword (normalized/stripped):
διαλειφω
IDX:
8773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8774
Key:
διαλείφω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αλείφω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>αλείφω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>paint over<or/>erase</Tr><Obj>a figure<Expl>in a painting</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαλείφω'}