Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
διάληψις
διάλιθος
View word page
διάλειμμα
διάλειμμαατοςnδιαλείπω interval of spacegapPl. Plu. interval of timeintermission, breakin an activityPlb. Plu.

ShortDef

an interval

Debugging

Headword:
διάλειμμα
Headword (normalized):
διάλειμμα
Headword (normalized/stripped):
διαλειμμα
IDX:
8771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8772
Key:
διάλειμμα

Data

{'headword_display': '<b>διάλειμμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάλειμμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διαλείπω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>interval of space</Def><Tr>gap</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></nS1> <nS1><Def>interval of time</Def><Tr>intermission, break<Expl>in an activity</Expl></Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάλειμμα'}