Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
διάλευκος
View word page
δι-αλγής
δι-αλγήςέςadjἄλγος of a personin severe painPlu.

ShortDef

grievous

Debugging

Headword:
διαλγής
Headword (normalized):
διαλγής
Headword (normalized/stripped):
διαλγης
IDX:
8769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8770
Key:
διαλγής

Data

{'headword_display': '<b>δι-αλγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι-αλγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄλγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>in severe pain</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διαλγής'}