Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
διαλείχω
διαλεκτικός
διάλεκτος
διάλεξις
διαλεπτολογέομαι
View word page
δι-αλγέω
δι-αλγέωcontr.vb be severely anguishedupsetPlu.w. ἐπί + dat.over sthg.Plb.be severely aggrievedannoyedw. ἐπί + dat.over sthg.Plb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαλγέω
Headword (normalized):
διαλγέω
Headword (normalized/stripped):
διαλγεω
IDX:
8768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8769
Key:
διαλγέω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αλγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-αλγέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be severely anguished<or/>upset</Tr><Au>Plu.</Au><PrPhr><GLbl>w. <Gr>ἐπί</Gr> + dat.</GLbl>over sthg.<Au>Plb.</Au></PrPhr><vS2><Tr>be severely aggrieved<or/>annoyed</Tr><PrPhr><GLbl>w. <Gr>ἐπί</Gr> + dat.</GLbl>over sthg.<Au>Plb.</Au></PrPhr></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διαλγέω'}