Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
διάλειμμα
διαλείπω
διαλείφω
View word page
δια-λακτίζω
διαλακτίζωvb of a babykick offits blanketTheoc.

ShortDef

to kick away, spurn

Debugging

Headword:
διαλακτίζω
Headword (normalized):
διαλακτίζω
Headword (normalized/stripped):
διαλακτιζω
IDX:
8763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8764
Key:
διαλακτίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-λακτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>λακτίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a baby</Indic><Tr>kick off</Tr><Obj>its blanket<Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαλακτίζω'}