Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
διαλγής
διαλέγομαι
View word page
δια-κωμῳδέω
διακωμῳδέωcontr.vb make fun ofsomeone or sthg.Pl. Arist.

ShortDef

to satirise

Debugging

Headword:
διακωμῳδέω
Headword (normalized):
διακωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
διακωμωδεω
IDX:
8760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8761
Key:
διακωμῳδέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κωμῳδέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κωμῳδέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make fun of</Tr><Obj>someone or sthg.<Au>Pl. Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διακωμῳδέω'}