Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
διαλάμπω
διαλανθάνω
διαλγέω
View word page
διακωλῡτικός
διακωλῡτικόςή όνadj of measurespreventivePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακωλῡτικός
Headword (normalized):
διακωλῡτικός
Headword (normalized/stripped):
διακωλυτικος
IDX:
8758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8759
Key:
διακωλῡτικός

Data

{'headword_display': '<b>διακωλῡτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διακωλῡτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of measures</Indic><Tr>preventive</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διακωλῡτικός'}