Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάκριτος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
διαλαμβάνω
View word page
διακώλῡμα
διακώλῡμαατοςnδιακωλῡ́ω obstacle, impedimentw.gen.to sthg.Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διακώλῡμα
Headword (normalized):
διακώλῡμα
Headword (normalized/stripped):
διακωλυμα
IDX:
8755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8756
Key:
διακώλῡμα

Data

{'headword_display': '<b>διακώλῡμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διακώλῡμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διακωλῡ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>obstacle, impediment<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>to sthg.</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διακώλῡμα'}