Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακριτικός
διάκριτος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
διαλαγχάνω
διαλᾱκέω
διαλακτίζω
διαλαλέω
View word page
δια-κωδωνίζω
διακωδωνίζωvb makea coinringas a test of its genuinenessfig.sound outpersonsas potential allies, by offering bribesD.

ShortDef

test a coin by its sound; spread reputation; dismiss with a bell

Debugging

Headword:
διακωδωνίζω
Headword (normalized):
διακωδωνίζω
Headword (normalized/stripped):
διακωδωνιζω
IDX:
8754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8755
Key:
διακωδωνίζω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κωδωνίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια<hyph/>κωδωνίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>make<Prnth>a coin</Prnth>ring<Expl>as a test of its genuineness</Expl></Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>sound out</Tr><Obj>persons<Expl>as potential allies, by offering bribes</Expl><Au>D.</Au></Obj> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διακωδωνίζω'}