Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακρῑ́νω
διάκριοι
διάκρισις
διακριτέα
διακριτικός
διάκριτος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
διακωμῳδέω
View word page
δια-κυβερνάω
δια-κυβερνάωcontr.vb of a person or god steer, directthe human race, its affairsPl. of a commandera battlePlu.

ShortDef

steer through, pilot

Debugging

Headword:
διακυβερνάω
Headword (normalized):
διακυβερνάω
Headword (normalized/stripped):
διακυβερναω
IDX:
8750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8751
Key:
διακυβερνάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κυβερνάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-κυβερνάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a person or god</Indic><Tr> steer, direct</Tr><Obj>the human race, its affairs<Au>Pl.</Au></Obj> <vS2><Indic>of a commander</Indic><Obj>a battle<Au>Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διακυβερνάω'}