Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακριδόν
διακρῑ́νω
διάκριοι
διάκρισις
διακριτέα
διακριτικός
διάκριτος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
διακωλῡτικός
διακωλῡ́ω
View word page
διάκτορος
διάκτοροςουmpop.etym.διάγω epith. of Hermesperh.conductor, messengerguide Hom. Hes. hHom.

ShortDef

the Messenger

Debugging

Headword:
διάκτορος
Headword (normalized):
διάκτορος
Headword (normalized/stripped):
διακτορος
IDX:
8749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8750
Key:
διάκτορος

Data

{'headword_display': '<b>διάκτορος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάκτορος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>pop.etym.<Ref>διάγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>epith. of Hermes</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>conductor, messenger<or/>guide </Tr><Au>Hom. Hes. hHom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάκτορος'}