Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακρῑβολογέομαι
διακρῑβόω
διακριδόν
διακρῑ́νω
διάκριοι
διάκρισις
διακριτέα
διακριτικός
διάκριτος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
διακωλῡτής
View word page
διάκρουσις
διάκρουσιςεωςfδιακρούω postponement, delay, evasion D. Plu.

ShortDef

a putting off

Debugging

Headword:
διάκρουσις
Headword (normalized):
διάκρουσις
Headword (normalized/stripped):
διακρουσις
IDX:
8747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8748
Key:
διάκρουσις

Data

{'headword_display': '<b>διάκρουσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάκρουσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διακρούω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>postponement, delay, evasion </Tr><Au>D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάκρουσις'}