Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακρᾱνάω
διακρῑβολογέομαι
διακρῑβόω
διακριδόν
διακρῑ́νω
διάκριοι
διάκρισις
διακριτέα
διακριτικός
διάκριτος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
διακώλῡσις
View word page
δια-κροτέω
δια-κροτέωcontr.vb w. sexual connot.knock, banga womanE.Cyc. knock apartseparatea word's etymological componentsPl.

ShortDef

pierce through

Debugging

Headword:
διακροτέω
Headword (normalized):
διακροτέω
Headword (normalized/stripped):
διακροτεω
IDX:
8746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8747
Key:
διακροτέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-κροτέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-κροτέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>w. sexual connot.</Indic><Tr>knock, bang</Tr><Obj>a woman<Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au></Obj> </vS1> <vS1><Def>knock apart</Def><Tr>separate</Tr><Obj>a word's etymological components<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διακροτέω'}