Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διακραδαίνω
διακρᾱνάω
διακρῑβολογέομαι
διακρῑβόω
διακριδόν
διακρῑ́νω
διάκριοι
διάκρισις
διακριτέα
διακριτικός
διάκριτος
διακροτέω
διάκρουσις
διακρούω
διάκτορος
διακυβερνάω
διακυβεύω
διακυκάω
διακύπτω
διακωδωνίζω
διακώλῡμα
View word page
διάκριτος
διάκριτοςονadj of the Dioscuridistinguished, pre-eminentw.prep.phr.among all heroesTheoc.

ShortDef

Diacritus
separated: choice, excellent

Debugging

Headword:
διάκριτος
Headword (normalized):
διάκριτος
Headword (normalized/stripped):
διακριτος
IDX:
8745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8746
Key:
διάκριτος

Data

{'headword_display': '<b>διάκριτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διάκριτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the Dioscuri</Indic><Tr>distinguished, pre-eminent<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>among all heroes</Expl></Tr><Au>Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διάκριτος'}